- επάμων
- ἑπάμων, ο (Α) [έπομαι]οπαδός, ακόλουθος, υπηρέτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπάμων — ἐπά̱μων , ἐπί ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπά̱μων , ἐπί ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἐπά̱μων , ἐπί ἀμάω 1 reap corn imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐπά̱μων , ἐπί ἀμάω 1 reap corn imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑπάμονες — ἑπάμων attendant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχεπάμων — ἐχεπάμων, ον (Α) επιγρ. αυτός που έχει νόμιμο δικαίωμα ιδιοκτησίας ως κληρονόμος ή αντιπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + επάμων (< έπομαι)] … Dictionary of Greek